αλευρίτης

αλευρίτης
Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών φυτών της Ασίας και της Ωκεανίας, που ανήκει στο φύλο αγγειόσπερμα, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Τα φυτά αυτά έχουν πλατιά φύλλα, με μακρύ μίσχο, χνουδωτή κάτω επιφάνεια και δύο γαλακτοφόρους αδένες. Τα άνθη τους έχουν 2-3 σέπαλα, 5 πέταλα και 8-20 στήμονες, ενώ ο καρπός τους περιέχει ελαιώδη σπέρματα. Ο α. περιλαμβάνει πέντε είδη, τέσσερα από τα οποία είναι χρήσιμα: α) α. ο μολλουκανός,που καλλιεργείται στην ανατολική Ινδία και δίνει σπέρματα, από τα οποία παράγεται ξηραντικό έλαιο, β) α. ο φόρδιος,που δίνει το έλαιο tung, χρήσιμο στη χρωματοποιία, στη βερνικοποιία, στην κατασκευή αδιάβροχων αντικειμένων, στην ιατρική κλπ. γ) α. ο καρδιόφυλλος,που καλλιεργείται στην Ιαπωνία και την Κίνα, και δίνει έλαιο χρήσιμο για τη διατροφή και την παρασκευή ελαιοχρωμάτων και ξύλου που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, δ) α. ο τρίσπερμος,που καλλιεργείται στις Φιλιππίνες και δίνει έλαιο που ξηραίνεται πιο γρήγορα από το λινέλαιο και το οποίο μοιάζει με το ξυλέλαιο της Κίνας· το έλαιο αυτό δεν χρησιμοποιείται ποτέ μόνο του, αλλά πάντοτε μαζί με άλλο ανάλογο υγρό, όπως το αλευριτέλαιο. (Γεωλογ.)Οι α. είναι άργιλοι, μείγματα από πολύ λεπτούς κόκκους διαφόρων ορυκτών, που έχουν μέγεθος ενδιάμεσο από τους κόκκους των ψαμμιτών και των πηλιτών.
* * *
ο (Α ἀλευρίτης)
νεοελλ.
είδος σιταριού που παρέχει πολύ αλεύρι και λίγο πίτουρο
αρχ.
(στη φρ.) «ἀλευρίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευριτέλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλευρίτης — of wheaten flour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλευρίτης — ο δέντρο των τροπικών χωρών, από τους καρπούς του οποίου βγαίνει ένα είδος ελαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλευρίται — ἀλευρίτης of wheaten flour masc nom/voc pl ἀλευρίτᾱͅ , ἀλευρίτης of wheaten flour masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλευριτέλαιο — Λιπαρό έλαιο που παράγεται από τα σπέρματα του φυτού αλευρίτης. Έχει ανοιχτοκίτρινο χρώμα, έντονη οσμή, καυστική γεύση και στερεοποιείται στους 15°C. Είναι δυσδιάλυτο στην απόλυτη αλκοόλη και διαλύεται εύκολα στον πετρελαϊκό αιθέρα, στον αιθέρα… …   Dictionary of Greek

  • ἀλευρίτας — ἀλευρίτᾱς , ἀλευρίτης of wheaten flour masc acc pl ἀλευρίτᾱς , ἀλευρίτης of wheaten flour masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”